- εὐναί
- εὐνήbedfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐνᾶι — εὐνᾷ , εὐνάω lay pres subj mp 2nd sg εὐνᾷ , εὐνάω lay pres ind mp 2nd sg (epic) εὐνᾷ , εὐνάω lay pres subj act 3rd sg εὐνᾷ , εὐνάω lay pres ind act 3rd sg (epic) εὐνᾷ , εὐνάζω lay fut ind mid 2nd sg (epic) εὐνᾷ , εὐνάζω lay fut ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek
κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… … Dictionary of Greek
ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… … Dictionary of Greek
παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… … Dictionary of Greek